- οψαρτυτικός
- ὀψαρτυτικός, -ή, -όν (Α) [οψαρτυτής]1. αυτός που ανήκει, αναφέρεται ή αρμόζει στον μάγειρο ή στη μαγειρική τέχνη2. το θηλ. ως ουσ. ἡ ὀψαρτυτικήη μαγειρική τέχνη3. το ουδ. ως ουσ. τὸ ὀψαρτυτικόνβιβλίο μαγειρικής.
Dictionary of Greek. 2013.